τρίθεος

τρίθεος
-ον, ΜΑ
1. αυτός που πιστεύει σε τρεις θεούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίθεον
το να πιστεύει κάποιος σε τρεις θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + θεός (πρβλ. δωδεκά-θεος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριθεΐα — η, ΝΜΑ [τρίθεος] ο τριθεϊσμός …   Dictionary of Greek

  • τριθεΐτης — ο, ΝΜΑ αυτός που χωρίζει τα τρία πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας, οπαδός τού τριθεϊσμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίθεος + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”